- δημήλατος
- δημήλατοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δημήλατος — δημήλατος, ον (Α) φρ. «δημήλατος φυγή» η δημηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + ηλατος < ελατός (< ελαύνω), με έκταση τής πρώτης συλλαβής] … Dictionary of Greek
δημηλάτῳ — δημήλατος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
δημηλασία — δημηλασία, η (Α) [δημήλατος] η ποινή τής εξορίας που επιβάλλεται σε κάποιον με απόφαση τού λαού … Dictionary of Greek